Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2011

Ο ΕΚΦΑΣΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΣΑΝ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ ΤΗΣ ΒΑΡΒΑΡΗΣ ΕΠΙΒΟΛΗΣ ΤΟΥ ΜΝΗΜΟΝΙΟΥ

Ένας σχετικά περιγραφικός ορισμός ενός φασιστικού συστήματος εξουσίας, ετεροκαθοριζόμενο ίσως από τη δημοκρατία, είναι το σύστημα στο οποίο «ένας πληθυσμός δεν εξουσιάζεται αφ’ εαυτού, ο ίδιος μόνος του, αλλά από κάποιο υποκείμενο έξω από αυτόν, χωρίς ο ίδιος να έχει ουσιαστικό λόγο στην εξουσία αυτή.»

Με βάση αυτό τον ορισμό, θα μπορούσαμε να πούμε ότι σήμερα, πολύ περισσότερο φασιστικό μπορεί να χαρακτηριστεί το καθεστώς στο οποίο ζούμε παρά δημοκρατικό.

Βέβαια, παρότι κεκτημένη με πολλούς διαχρονικούς και σκληρούς λαϊκούς αγώνες, και δημοκρατικότερη από παλιότερα καθεστώτα, η αστική δημοκρατία ποτέ δεν ήταν ουσιαστική καθώς σε αυτήν η εξουσία δεν εκπορεύεται από τον ίδιο τον λαό αμεσοδημοκρατικά, παρά ασκείται σε αυτόν από την αστική τάξη. Πράγματι, με την προσχηματική εκλογική διαδικασία, την «εξουσία» αναλαμβάνει αυτός στον οποίο το κεφάλαιο παραχωρεί την δυνατότητα της μεγαλύτερης κι αποτελεσματικότερης χειραγώγησης του πλήθους. Αυτό γίνεται με τη διάθεση προπαγανδιστικού/ διαφημιστικού πολιτικού υλικού από τα ίδια τα κόμματα, μέσω της ενίσχυσης από το κεφάλαιο με επιχορηγήσεις, μαύρα ταμεία, λαδώματα κ.α. αλλά και με νόμους περί ενίσχυσης των ισχυρότερων πολιτικών κομμάτων από τον ίδιο τον κρατικό προϋπολογισμό. Τους τελευταίους τους είχαν δημιουργήσει οι ίδιοι μνηστήρες στης εξουσίας σε προηγούμενες θητείες. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι στη χώρα μας τα κόμματα εξουσίας τσεπώνουν 75εκατ.€ από τον προϋπολογισμό ενώ αυτή τη στιγμή έχουν προεισπράξει τις επιχορηγήσεις τους με τη μορφή δανείων μέχρι το 2018!

Παράλληλα, η αστική τάξη χρησιμοποιεί τα ΜΜΕ ώστε να ακουστεί η φωνή της, να ασκήσει βίαιη προπαγάνδα μέσα από αυτά και τέλος να χειραγωγήσει το πλήθος. Τα ΜΜΕ, όντας και αυτά καπιταλιστικές επιχειρήσεις εκφράζουν εξ’ ορισμού τα συμφέροντα του κεφαλαίου και κατά συνέπεια λειτουργούν εκ φύσεως υπέρ του, διαστρεβλώνοντας, αποκρύπτοντας, προμοτάροντας, τρομοκρατώντας και προπαγανδίζοντας κατά το δοκούν, εμβαπτίζοντας ταυτόχρονα διαρκώς το κοινό στη λογική της μη πολιτικοποίησης, της απάθειας και της ανάθεσης. Αποτελούν τη φωνή που καθημερινά από τα τηλεπαράθυρα τρομοκρατεί για να «νουθετήσει» και να καταπνίξει κάθε φωνή αντίστασης. Αυτή τη φωνή που προτείνει ως μόνη λύση το μονόδρομο της ήττας, της υποταγής στη καπιταλιστική βαρβαρότητα, της αποδοχής των νέων μέτρων και της θυσίας για το «κοινό συμφέρον». Αυτή τη φωνή που σε αντάλλαγμα για την ηττοπάθεια «πουλάει» εθνική υπερηφάνεια και ανάταση σε κάθε χρυσό μετάλλιο ή διοργανώσεις τύπου Eurovision και στηλιτεύει τον αγώνα των απεργών για τη δήθεν δυσφήμιση της χώρας στο εξωτερικό. Είναι οι ίδιοι που υψώνουν τείχη ρατσισμού και αποδίδουν όλα τα δεινά σε κοινωνικές μειονότητες όπως οι μετανάστες επαναλαμβάνοντας σε κάθε ευκαιρία «πόσες δουλειές μας τρώνε» και «ποσό έχει αυξηθεί η εγκληματικότητα εξαιτίας τους». Μέσα από τα ΜΜΕ οι εκπρόσωποι του αστικού συνασπισμού εξουσίας κατακεραυνώνουν ως «αριστερό λαϊκισμό» οποιαδήποτε απαίτηση κοινωνικής δικαιοσύνης των ασθενέστερων, ενώ επιδίδονται οι ίδιοι στο μεγαλύτερο λαϊκισμό υψώνοντας τις σημαίες της «ασφάλειας» και της «εθνικής ταυτότητας», για να προσφέρουν ευρύτερη νομιμοποίηση στο ΛΑΟΣ και σε φασιστικές ομάδες τύπου Χρυσής Αυγής.

Βέβαια αυτό το σύστημα είχε πάντοτε τα όριά του. Οι μορφές αστικής δημοκρατίας και νομιμότητας κρίνονταν πολλές φορές αναποτελεσματικές στον έλεγχο και την πειθάρχηση των μαζών οι οποίες παλεύουν για καλύτερες συνθήκες ζωής και δημοκρατικές ελευθερίες που δεν χωράνε στον καπιταλισμό. Σε αυτές τις περιπτώσεις το αστικό μπλοκ εξουσίας βγάζει από το μανίκι τον άσο της κατάλυσης των «δημοκρατικών» θεσμών και την εγκαθίδρυση πιο εμφανώς φασιστικών καθεστώτων και συνθηκών καθημερινής βίας. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα της μεγάλης χρηματοδότησης του ναζιστικού κόμματος από τους Γερμανούς βιομήχανους, όταν οι τελευταίοι το αναγνώρισαν ως το αντίπαλο δέος στην ολοένα και ισχυρότερη γερμανική αριστερά και τη Σοβιετική Ένωση, καθώς και τη τεράστια δύναμη που απέκτησαν οι συνταγματάρχες το 1967 καταλύοντας τον κοινοβουλευτισμό μετά από την εντυπωσιακή επάνοδο της αριστεράς στο πολιτικό προσκήνιο.

Σήμερα το αστικό μπλοκ εξουσίας έχει έρθει σε αντίστοιχα δύσκολη θέση. Οι γνωστοί μας ως τώρα όροι του κοινοβουλευτισμού, η αστική δημοκρατία και το σύνταγμα δεν «χωράνε» τα όσα έχει ανάγκη το κεφάλαιο στην απόπειρα να βγει από την κρίση του, δηλαδή την αστραπιαία κατάργηση κεκτημένων ολόκληρων αιώνων και το γκρέμισμα αυτονόητων κοινωνικών ελευθεριών και δημοκρατικών δικαιωμάτων.

ΤΟ ΠΑΣΟΚ ΕΙΝΑΙ ΕΔΩ ΠΑΛΙ ΚΟΝΤΡΑ ΣΤΟ ΛΑΟ

Σε αντίθεση όμως με άλλες εποχές, οι διαχρονικοί αγώνες της εργατικής τάξης και τα κεκτημένα τους καθιστούν αδύνατη τη δημιουργία μιας χούντας με την ευκολία και τη μορφή που γινόταν παλιότερα. Το σημερινό πραξικόπημα θα πρέπει να γίνει με κοινοβουλευτικούς όρους και διαρκές επικοινωνιακό «αστικοδημοκρατικό» ρετουσάρισμα. Πράγματι, μόνο ως πραξικόπημα μπορεί να χαρακτηριστεί το γεγονός ότι ένα κόμμα ανέλαβε την εξουσία για να εφαρμόσει με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο τα εντελώς αντίθετα από όσα υποσχέθηκε στις προεκλογικές του εξαγγελίες, όπως έκανε το ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του 2009. Αμέσως μετά η νέα κυβέρνηση ανέλαβε δράση υψώνοντας ένα τεράστιο τείχος μεταξύ της συντριπτικής πλειοψηφίας της ελληνικής κοινωνίας και της εξουσίας που ασκείται πάνω της υλοποιώντας πλήρως μια νέα, κοινοβουλευτική αυτή τη φορά, χούντα.

Πράγματι, καμία, ούτε και τυπική πια, σχέση με δημοκρατία δεν έχει ένα σύστημα στο οποίο παίρνονται τόσο θεμελιακές και ανατρεπτικές αποφάσεις για μια κοινωνία εντελώς ενάντια στην ίδια τη θέλησή της, όπως γίνεται τα 2 τελευταία χρόνια στην Ελλάδα. Μόνο χούντα μπορεί να χαρακτηριστεί ένα σύστημα στο οποίο, μέσω ενός κατάπτυστου μνημονίου, ένας υπουργός οικονομικών μπορεί χωρίς καμία έγκριση της βουλής να υπογράψει τα πιο σαρωτικά και αντιλαϊκά μέτρα δεκαετιών. Μόνο φασιστικό μπορεί να ονομαστεί ένα καθεστώς στο οποίο τα παραθυράκια για την παραβίαση ενός συντάγματος κοντεύουν να γίνουν τα ίδια σύνταγμα. Μόνο χούντα μπορεί να θεωρηθεί μια συνθήκη κατά την οποία τα πιο κομβικά και σκληρά νομοσχέδια γίνονται νόμοι από μια ισχνή βουλευτική πλειοψηφία με διαδικασίες κατεπειγόντως σε μερικές μέρες. Και τέλος, καμία σχέση με δημοκρατία δεν έχει το γεγονός ότι για ένα χρέος, το οποίο καμία σχέση δεν έχει με τους εργαζόμενους και τα φτωχά νοικοκυριά, καλούνται να το πληρώσουν οι τελευταίοι με τον χειρότερο τρόπο.

Στην εποχή της οικονομικής κρίσης του καπιταλισμού, του ΔΝΤ και του Μνημονίου η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, πέρα από κάθε νομιμοποίηση, έρχεται να επιβάλει μία σειρά αντιλαϊκών μέτρων σε βάρος των εργαζομένων, των ανέργων, των αγροτών, των μεταναστών, της νεολαίας. Στα πλαίσια αυτής της οικονομικής χούντας προχωράει σε μείωση των ήδη πενιχρών μισθών και συντάξεων, μετατρέποντας τους σε επιδόματα πείνας, που σε συνδυασμό με την αύξηση των φόρων και το νέο φορολογικό οδηγεί στην εξαθλίωση χιλιάδες οικογένειες. Το σύμφωνο πρώτης απασχόλησης και το πολυνομοσχέδιο για την εργασία δημιουργεί ένα νέο εργασιακό μεσαίωνα και οδηγεί χιλιάδες εργαζομένων στην ανεργία, την ελαστική εργασία και τη φτώχεια. Η κυβέρνηση έρχεται να περικόψει τις δημόσιες δαπάνες, να καταργήσει τη δημόσια ασφάλιση και να ξεπουλήσει κάθε κοινωνικό αγαθό και υπηρεσία, ενώ παράλληλα διαλύει τη δημόσια και δωρεάν παιδεία, αυξάνει το χαράτσι σε διόδια, μεταφορές και νοσοκομεία και προκαλεί νέες οικολογικές καταστροφές αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Το κεφάλαιο στη προσπάθεια του να υπερβεί βάρβαρα και από αστική σκοπιά τη κρίση επιλέγει να χτυπήσει αμείλικτα την εργατική τάξη, καλώντας τους ίδιους τους δημιουργούς του πλούτου να πληρώσουν για μια ακόμα φορά τη χρεοκοπία του κράτους.

Εξίσου αμείλικτη όμως θα είναι η απάντηση της εργατικής τάξης μέσα από τις αντιστάσεις και τους μαζικούς αγώνες που συγκροτεί, ψήγματα της οποίας έγιναν ορατά στις μεγαλειώδεις απεργίες και κινητοποιήσεις του τελευταίου διαστήματος από την 5η Μάη και την 15η Δεκέμβρη μέχρι τους αγώνες στη Κερατέα, τα διόδια και τις μεταφορές. Το αστικό μπλοκ εξουσίας γνωρίζει ότι έχει απέναντι του ολόκληρη τη κοινωνία και τρέμει υπό το φόβο νέων εξεγέρσεων που θα αποσπάσουν οφέλη από τα κέρδη του και μπορεί ν’ αμφισβητήσουν ακόμα και την ίδια του την εξουσία. Γι’ αυτό το λόγο η κυβέρνηση παράλληλα με την οικονομική πολιτική προσπαθεί σπασμωδικά να θωρακιστεί απέναντι στο εργατικό κίνημα με άλλη μια σειρά αντιδραστικών μέτρων. Μέτρα που με το ρυθμό και τη πληθώρα που έρχονται καταργούν κάθε δημοκρατικό δικαίωμα και ελευθερία, ολοκληρώνοντας το σύστημα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και οδηγώντας εν τέλει στον εξολοκλήρου εκφασισμό της καπιταλιστικής κοινωνίας.

Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ με τον ένστολο κατασταλτικό της μηχανισμό και τους χαφιέδες της με τα πολιτικά προχωράει σε εκατοντάδες εξακριβώσεις, προσαγωγές και συλλήψεις τόσο κατά τη διάρκεια κινητοποιήσεων αλλά και προληπτικά πριν από αυτές για να τρομοκρατήσει και να περάσει στη λαϊκή συνείδηση ότι και μόνο το να κατέβει κάποιος στο δρόμο πρέπει να θεωρείται παράνομο. Με το νέο τρομονόμο της οι πράξεις των αγωνιστών που συμμετέχουν σε οποιαδήποτε κινητοποίηση δικάζονται ως κακουργήματα στα πλαίσια σύστασης τρομοκρατικής ομάδας. Με πλαστά κατηγορητήρια και ψευδομάρτυρες καταργεί την έννοια κάθε δίκαιης δίκης ακόμα και στα πλαίσια της αστικής δημοκρατίας. Την ίδια ώρα εξουσιοδοτεί τους πραίτορες του νόμου να διαλύουν πραξικοπηματικά τις διαδηλώσεις, να πνίγουν με τόνους ληγμένων χημικών -σε πρωτοφανή πλέον κλίμακα- τους διαδηλωτές και να χτυπάνε βάναυσα με γκλοπ και μηχανές προκαλώντας θανάσιμους τραυματισμούς. Προχωρεί σε συλλήψεις «τρομοκρατών» χωρίς ιδιαίτερα στοιχεία και πρόσφατα σε «κατά λάθος» συλλήψεις. Προωθεί το νόμο για τη «κάρτα του πολίτη» και την ηλεκτρονική καταγραφή προσωπικών δεδομένων στα πλαίσια του ευρύτερου φακελώματος που επιχειρεί. Αναγγέλλει ως παράνομες και καταχρηστικές μια σειρά απεργιών από πληττόμενα κομμάτια της κοινωνίας, ενώ την ίδια στιγμή τους επιτάσσει για το «κοινό συμφέρον», καταργώντας έτσι και επί της ουσίας το συνταγματικό δικαίωμα στην απεργία, χτυπώντας συγκεκριμένα τις κινητοποιήσεις που δεν εντάσσονται στα πλαίσια της ΓΣΕΕ και του κυβερνητικού συνδικαλισμού. Μαζί με τους εργοδότες και τα μεγάλα συμφέροντα νομιμοποιεί τις απολύσεις και ενισχύει την εργοδοτική τρομοκρατία με στόχο εργαζόμενους που δε θα τολμούν να σηκώσουν κεφάλι, αποδοτικούς, ελαστικούς και χαμηλά αμειβόμενους. Η συγκεκριμένη κυβέρνηση, αμέσως μετά τις δολοφονίες που ακολούθησαν τη προσπάθεια σπασίματος του αποκλεισμού της Γάζας και την ολοένα και εντεινόμενη βία ενάντια στον Παλαιστινιακό λαό, δέχεται χωρίς καμία αναστολή τον ρόλο του καλύτερου φίλου/υποτελή μιας από τις πιο φασιστικές κυβερνήσεις του Ισραήλ, όντας η πρώτη που τη βγάζει από την διπλωματική της απομόνωση, κλείνοντας συμφωνίες και δημιουργώντας κοινά υπουργικά συμβούλια με τους πιο ακραιφνείς δολοφόνους Παλαιστινίων. Υψώνει «εθνικούς φράχτες» στα σύνορα, «ρατσιστικά τείχη» στις πόλεις, «σκουπίζει» τους μετανάστες και δημιουργεί σύγχρονα στρατόπεδα συγκέντρωσης.

ΚΑΛΛΙΚΡΑΤΗΣ

Ένα λιγότερο προνομιακό πεδίο για την αστική αντιδημοκρατικότητα ήταν πάντοτε ο χώρος της τοπικής αυτοδιοίκησης, λόγω της μεγαλύτερης εγγύτητας και επαφής των δομών της με το σύνολο του λαού. Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ αντιλαμβανόμενη τις δυσκολίες που κάτι τέτοιο μπορεί να της δημιουργήσει έσπευσε να ανατρέψει σε ελάχιστο χρονικό διάστημα τον χώρο αυτόν με το βαθύτατα αντιδημοκρατικό σχέδιο του «Καλλικράτη». Πράγματι, στα πλαίσια του τελευταίου με τη κατάργηση και συμπύκνωση μονάδων τοπικής αυτοδιοίκησης, τα κέντρα λήψης αποφάσεων γίνονται πολύ πιο απόμακρες για τους πολίτες δομές. Αυτό φάνηκε ξεκάθαρα και στις εκλογές. Πράγματι, τα γραφειοκρατικά εμπόδια και το υπέρογκο κόστος συμμετοχής καθιστούν απαγορευτικό το κατέβασμα τοπικών σχηματισμών, παρεμβάσεων και κινήσεων πόλης, σε αντίθεση με τα μεγάλα κόμματα και όσους έχουν την υποστήριξη των κυρίαρχων οικονομικών συμφερόντων. Οι εκλεγμένοι δήμαρχοι και περιφερειάρχες έχουν την απόλυτη εξουσία. Δεν υπάρχει ούτε στο ελάχιστο βελτίωση της διαφάνειας ή της αντιπροσώπευσης, καθώς τα συμβούλια προκύπτουν με συστήματα που πριμοδοτούν τον πρώτο συνδυασμό με περισσότερες έδρες και την πλειοψηφία, δυσκολεύοντας τη συμμετοχή μικρότερων. Με την κατάργηση δήμων και κοινοτήτων μειώνονται αυτόματα στους μισούς οι αιρετοί της αυτοδιοίκησης, ενώ ακόμα και οι ίδιες οι εκλογές περιορίζονται με την αύξηση στης θητείας σε πενταετία. Τοπικές συνελεύσεις χάνουν κάθε αρμοδιότητα, κάτι που δεν συμβαίνει και με την δημοτική αστυνομία, η οποία ενισχύεται ως ακόμα ένα σημαντικό όργανο καταστολής. Είναι ξεκάθαρο ότι και ο «Καλλικράτης» αποτελεί μια τεράστια απόπειρα περιορισμού και μεταφοράς της πολιτικής από κοινότητες, γειτονιές, τον χώρο και τη ζωή σε χαρμόσυνες τηλεοπτικές διαφημίσεις και απαστράπτουσες προεκλογικές αφίσες.

ΑΚΡΟΔΕΞΙΑ

Παρά λοιπόν την όποια δημοκρατικότητα, ή ακόμη την επίκληση στη Δημοκρατία, οι κυβερνητικές πρακτικές δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές από τους πολίτες όταν ούτε από εκείνους πηγάζουν, ούτε τα συμφέροντά τους υποστηρίζουν. Αυτό οδηγεί μαθηματικά σε γενικευμένη αγανάκτηση (αν όχι σε οργή) που μεταφράζεται σε μαζικές και έντονες κινητοποιήσεις, σε βίαιες επιθέσεις προς βουλευτές, ακόμα και στην αμφισβήτηση του ίδιου του συστήματος που κλονίζεται συνεχώς. Σε τέτοιες περιπτώσεις επιστρατεύονται πιο ακραίες λύσεις, με τελευταία επιλογή τον πόλεμο. Πριν από αυτόν έρχεται η ακροδεξιά.

Η στήριξη που προσφέρει η ακροδεξιά στον καπιταλισμό είναι σημαντική και λειτουργεί σε πολλά επίπεδα. Πρώτα και κύρια έρχεται να αποπροσανατολίσει την κοινή γνώμη, να της δώσει έναν αποδιοπομπαίο τράγο, να κατευθύνει επάνω του όλη την κοινωνική δυσαρέσκεια. Ο ίδιος ο ιδεολογικός πυρήνας της ακροδεξιάς είναι βούτυρο στο ψωμί της αστικής τάξης. Με βάση τις εθνικές και φυλετικές διακρίσεις καταλήγει στην εθνική ανωτερότητα και άρα στο ρατσισμό. Δεν αναζητά ως αφετηρία του προβλήματος την αστική τάξη και εν γένει τον καπιταλισμό, αλλά τους “ξένους”, τους μετανάστες που με “ευκολία” περνούν τα σύνορα. Στα σύνορα υψώνονται τείχη για τους μετανάστες, τους κολασμένους, ενώ ταυτόχρονα παραχωρείται ελεύθερη δίοδος σε εμπορεύματα και κεφάλαιο σε διεθνές επίπεδο. Όπως ο Μιχαλολιάκος βλέπει σαν ρίζα όλων των δεινών τους “Μπαγκλαντεσιανούς”, αντίστοιχα στοχοποιήθηκαν οι Εβραίοι από τον Χίτλερ.

Παρά το ιδεολογικό δεκανίκι που προσφέρει η κοινοβουλευτικά εκφρασμένη ακροδεξιά, βοηθά και το έργο της αστυνομίας, ξαμολώντας φασιστικές ομάδες τύπου “Χρυσή Αυγή” για να συμπληρώσουν το τοπίο της καταστολής και της τρομοκρατίας. Και βέβαια, όπως και η εξέγερση της Τυνησίας μας υπενθύμισε με τον πιο ωμό τρόπο, τέτοιες παρακρατικές ομάδες είναι πάρα πολύ χρήσιμες στο κράτος και για έναν άλλο λόγο, καθώς αν ο λαός εξεγερθεί, τότε αυτές οι ομάδες αναλαμβάνουν δράση εναντίον του. Είναι άλλωστε γνωστή η σχέση των φασιστικών ομάδων με την αστυνομία. Ας θυμηθούμε πώς στις 2 Φεβρουαρίου 2008 ροπαλοφόροι της Χρυσής Αυγής επιτέθηκαν μαζί με τα ΜΑΤ σε αντιφασιστική πορεία.

Ο εκφασισμός του πολιτικού συστήματος υποβοηθά και είναι αναγκαίος για το αστικό μπλοκ εξουσίας στην προσπάθειά του για την επιβολή της βάρβαρης πολιτικής του. Η πολιτική αυτή έρχεται να οδηγήσει στην εξαθλίωση πλατιά κομμάτια εργαζομένων αλλά και να πυροδοτήσει νέους μεγαλειώδεις ανατρεπτικούς εργατικούς αγώνες. Η τρομοκρατία και η βία από τη μεριά του κράτους δεν έρχεται απλά να συμπληρώσει το φόβο της απόλυσης αλλά ν’ αποτελέσει τη νέα καθημερινότητα, μία μόνιμη κατάσταση “εκτάκτου ανάγκης” και άρα κατάλυσης βασικών ελευθεριών, τον βασικό εντέλει κατασταλτικό παράγοντα του κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού. Μόνος συνεπής αντίπαλος του φασισμού είναι η εργατική τάξη. Ήταν αυτή η τάξη που με ηρωισμό πάλεψε το φασισμό. Που μέσα από τους αγώνες της μπορεί να θέσει το πλαίσιο των σύγχρονων κοινωνικών αναγκών και δημοκρατικών δικαιωμάτων ανατρέποντας τη χούντα κυβέρνησης – ΕΕ - ΔΝΤ . Ένα μαζικό ταξικό κίνημα εργατών και νεολαίας είναι αυτό που μπορεί να ανατρέψει την επίθεση και ν’ απαλλαχτεί από τα δεσμά του κεφαλαίου με νικηφόρα επαναστατική προοπτική.

ΕΑΑΚ ΒΟΛΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια: